Η κατάσταση στο ποδόσφαιρο πριν από την ίδρυση της Σουπερλίγκας
Από το 1979 που και στην Ελλάδα καθιερώθηκε το επαγγελματικό μοντέλο, έχουν περάσει 29 χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια, οι πολιτικοί και αθλητικοί αρμόδιοι παρέδωσαν σταδιακά το ποδόσφαιρο στους επιχειρηματίες και το μετέτρεψαν από παιχνίδι των πολλών σε μπίζνα των λίγων με πολλούς καταναλωτές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έβαλε σαν στόχο, ο αθλητισμός (άρα και το ποδόσφαιρο), ο πολιτισμός, ο κινηματογράφος, η «οπτικοακουστική ψυχαγωγία», να μεταμορφωθούν ακόμη εντονότερα σ’ έναν προσοδοφόρο εμπορικό προϊόν, εντάσσοντας το στα πλαίσια της «βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου».
Ευάγγελος Βενιζέλος και Γιώργος Ορφανός, Υφυπουργός Αθλητισμού (2004-2007)
Τα προεόρτια της Σούπερ Λίγκας
Από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η κίνηση των επιχειρηματιών, για τη δημιουργία του νέου φορέα, οι υποσχέσεις για κάτι «νέο» και «διαφορετικό» έδιναν και έπαιρναν: «Νέα σελίδα», «νέες αντιλήψεις» κλπ. Ουσιαστικά όμως, το «νέο» δημιουργήθηκε με τα «παλιά υλικά»… Οι ίδιοι άνθρωποι που έφτιαξαν και στήριξαν το «παλιό», τώρα κατακεραύνωναν το παλιό και εξυμνούσαν το «νέο».
Η ζύμωση είχει ξεκινήσει χρόνια πριν. Ενδεικτικά παραθέτουμε την τοποθέτηση του τότε υπουργού Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλου, σε ημερίδα του ιδρύματος Κόκκαλη, με θέμα: «Ο αθλητισμός ως αναπτυξιακός παράγων της νέας οικονομίας» (23/9/2003): «Ο αθλητισμός όπως και ο πολιτισμός ανήκουν σε ένα εξαιρετικά γόνιμο και κερδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής και, γενικότερα, οικονομικής δραστηριότητας, που είναι αυτό που ονομάζουμε συνήθως η «οικονομία του ελεύθερου χρόνου». Ο ελεύθερος χρόνος, ως αντικείμενο οικονομικής δραστηριότητας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Όλο αυτό που λέγεται ελεύθερος χρόνος για ψυχαγωγία συγκροτεί μια τεράστια αγορά υπηρεσιών και αγαθών και διαμορφώνει πολύ σημαντικά οικονομικά μεγέθη».
Έτσι, οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις σε αγαστή συνεργασία με τους επιχειρηματίες-παράγοντες, έστησαν το «νέο» μοντέλο.
Κάποιοι όμως είχαν προβλέψει το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Το ΚΚΕ είχε πει για την δημιουργία της Σούπερ Λίγκας: «H δημιουργία της Λίγκας, κατ’ εντολή των συμφερόντων των μεγάλων ΠΑΕ, θα οξύνει περισσότερο τον ανταγωνισμό, θα επιταχύνει τη γιγάντωση σε βάρος των μικρότερων ομάδων και στην πορεία θα θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμα και τη διεξαγωγή του ίδιου του πρωταθλήματος».
Παρουσίαση του σχεδίου σύστασης της Σούπερ Λίγκας.
Κατά την παρουσίαση του σχεδίου σύστασης της Σούπερ Λίγκας ο νομικός εκπρόσωπος της Σούπερ Λίγκα, Γ. Βεκρής, μίλησε για «αξιοποίηση του προϊόντος που λέγεται ποδόσφαιρο».
Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η αποστροφή, ενός εκ των συμμετεχόντων, του Γ. Βαρδινογιάννη: «Η νέα δομή είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αλλά με τρόπο που οι μέτοχοί της (σ.σ. δηλαδή οι ΠΑΕ) θα παίρνουν όσα δικαιούνται, χωρίς να στέκονται στην ουρά»…
Στη μελέτη που παρουσιάστηκε ήταν ξεκάθαρο ότι το ζητούμενο ήταν η «…Δυνατότητα Εμπορικής Αξιοποίησης του «ποδοσφαιρικού προϊόντος» προς όφελος των μελών του με περιορισμένη κρατική εποπτεία από το ΥΠΕΘΟ».
Πρώτη χρονιά λειτουργίας της Σούπερ Λίγκας ( 2006 – 2007 )
Ο νόμος με τον οποίο δημιουργήθηκε η Σούπερ Λίγκα («Ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία αθλητικών επαγγελματικών ενώσεων και άλλες διατάξεις»), ήταν στα μέτρα των επιχειρηματιών. Μεταξύ άλλων, ρυθμίστηκαν ευνοϊκά για τα ιδιωτικά συμφέροντα τα διάφορα χρέη των ΠΑΕ προς το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ δεν έλειψαν και οι διατάξεις για φοροελαφρύνσεις των διαφόρων «επενδυτών».
Το Δημόσιο παρέμεινε ο μέγας χορηγός των μεγαλοεπιχειρηματιών. Τα έσοδα από χορηγίες που έπρεπε να συγκεντρώσει η διοίκηση της Σούπερ Λίγκας είχαν προϋπολογιστεί σε περίπου 16 εκατ. ευρώ. Όμως στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της, εξασφάλισε μόνο μια χορηγία, περίπου 200 χιλ. ευρώ. Έτσι, στράφηκε στο μόνιμο χορηγό του επαγγελματικού πρωταθλήματος, το κράτος, δηλαδή σε όλους εμάς.
Αρχικά οι μεγαλοεπιχειρηματίες απαίτησαν να τους δώσει ο ΟΠΑΠ 40 εκατ. ευρώ ετησίως!.. Αφού η απαίτησή τους δεν έγινε δεκτή, δέχτηκαν τα περίπου 6 εκατ. ευρώ…
Τα παραπάνω τεκμηριώνει η αναφορά (σε συνέντευξη στην εφημερίδα «GOALnews» 10/10/2007), του Μπ. Παυλόπουλου, ενός εκ των παλαιοτέρων στελεχών του επαγγελματικού ποδοσφαίρου (πλέον σύμβουλος του ΟΠΑΠ) και βαθύ γνώστη των πραγμάτων: «η πολιτεία έφθασε στο σημείο να δίνει 9 εκατ. ευρώ για ατομικές χορηγίες στις ΠΑΕ, 6 εκατ. ευρώ ως κεντρική χορηγία στη Σούπερ Λίγκα και 3 εκατ. ευρώ από το ΠΡΟΠΟ. Δηλαδή 18 εκατ. ευρώ. Προσθέστε και άλλα σημαντικά προνόμια, καθώς και έργα στα γήπεδα τα τελευταία 2,5 χρόνια. Ίσως σωρευτικά να φτάνουν και τα 40 εκατ. ευρώ»…
Στη πρώτη χρονιά λειτουργίας της Σούπερ Λίγκας (2006-2007), τα πράγματα δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά για το «προϊόν» που προσέφεραν, όσον αφορά τα κέρδη (ο κόσμος δεν πατούσε στα γήπεδα), ενώ όσο και εάν προσπάθησαν να καλύψουν τα κακώς κείμενα δεν το κατάφεραν.
Βία, προκλητικές διαιτησίες, κακό θέαμα και μάχη συμφερόντων ήταν αυτά που κυριάρχησαν. Τα πάντα ήταν τόσο «μαύρα», που αρκετές φορές ακόμα και ολόκληρο το οικοδόμημα της Σούπερ Λίγκας κινδύνεψε, εξαιτίας του εσωτερικού πολέμου συμφερόντων των μεγαλοεπιχειρηματιών.
Δεύτερη χρονιά λειτουργίας της Σούπερ Λίγκας ( 2007 – 2008 )
Κατά την δεύτερη χρονιά λειτουργίας της Σούπερ Λίγκας, συνεχίστηκε ακόμη πιο έντονα η κρατική πριμοδότηση των μεγαλοεπιχειρηματιών. Τη στιγμή που η ανεργία, τα χαμηλά μεροκάματα, η ακρίβεια, οι φόροι χτυπούσαν όλο και περισσότερο τον έλληνα εργαζόμενο, στους επιχειρηματίες δόθηκαν νέα προνόμια και ευκαιρίες απαλλαγών. Κυβέρνηση, ΟΠΑΠ και Σούπερ Λίγκα παρουσίασαν τη χορηγία του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Με τις ευλογίες της κυβέρνησης, η Σούπερ Λίγκα έλαβε περίπου 17 εκατ. ευρώ (την προηγούμενη χρονιά το αντίστοιχο ποσό ήταν περίπου 6 εκατ. ευρώ) με την μερίδα του λέοντος να την καρπώνονται και πάλι κυρίως οι δύο μεγάλες ΠΑΕ (Ολυμπιακός και ΠΑΟ). Την πραγματικότητα παραδέχτηκε ο πρόεδρος της Σούπερ Λίγκας Γιάννης Βαρδινογιάννης: «Χωρίς την πολιτεία δε θα είχαμε κάνει απολύτως τίποτα». Και προφανώς δεν εννοούσε μόνο το «ζεστό» χρήμα, αλλά και τις υπόλοιπες πλουσιοπάροχες προσφορές, όπως απαλλαγή από χρέη κλπ.
Η ΕΡΤ – προφανώς με κυβερνητική εντολή – πριμοδότησε τους κυρίους Κόκκαλη και Βαρδινογιάννη με 38 εκατ. ευρώ, αγοράζοντας τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ΠΑΕ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Ποσά σχεδόν διπλάσια από αυτά που θα έδιναν τα ιδιωτικά κανάλια… Τα χρήματα αυτά αναλογούν στο κόστος 90 αγώνων ελληνικού πρωταθλήματος. Και είναι περίπου τα ίδια με 190 παιχνίδια από Μουντιάλ, EURO και Τσάμπιονς Λιγκ! Στους δύο επιχειρηματίες πάνε περίπου τα μισά από τα έσοδα που προκύπτουν, για την ΕΡΤ, από την αύξηση του τέλους που επέβαλε η κυβέρνηση…
Την ίδια στιγμή, το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο οδηγήθηκε σε πλήρη ισοπέδωση. Η οικονομική ενίσχυση παραμένει πολύ περιορισμένη, στα 1.000 – 2.000 ευρώ και αυτά με καθυστέρηση δύο και τριών χρόνων, όταν ο προϋπολογισμός ενός σωματείου ξεκινάει από τα 40.000 και φτάνει στα 150.000 ευρώ, ανάλογα με τα παιδιά που έχουν στις ακαδημίες, τον κόσμο που απασχολούν, κλπ. Αυτά σε συνδυασμό με το θεσμικό πλαίσιο, οδηγούν τα σωματεία στα χέρια τοπικών επιχειρηματιών που ενδιαφέρονται για την προβολή τους και το κάθε είδους κέρδος. Με τον τρόπο αυτό και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, στην πλειοψηφία του, έγινε μια μικρογραφία του επαγγελματικού.
Με τις ευλογίες της Σούπερ Λίγκα τροποποιήθηκαν και οι κανονισμοί. Έτσι, για να τιμωρηθεί με ποινή «κεκλεισμένων των θυρών» μια ΠΑΕ, πρέπει το γήπεδο να γίνει «Βιετνάμ». Αλλιώς τιμωρείται με πρόστιμο, ενώ σε μια επίδειξη «δημοκρατίας και διαφάνειας» αποφάσισαν οι εκδικάσεις των υποθέσεων να γίνονται χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων…
Φαινόμενα, όμως, όπως η ανάρτηση πανό με το σύνθημα «Σούπερ Λίγκα. Κάθε αγώνας… μια αρπαχτή», πατάσσονται «δια ροπάλου». Άλλωστε οι φίλαθλοι «δικαιούνται» μόνο να πληρώνουν, όχι να έχουν γνώμη και αντιρρήσεις…
Σήμερα
Το κεντρικό πρόβλημα στο ελληνικό ποδόσφαιρο σήμερα, δεν είναι η αντίθεση μεταξύ Βορρά – Νότου, μεταξύ Αθήνας – Θεσσαλονίκης κλπ. Η εύνοια που απολαμβάνουν κατά κύριο λόγο οι τρεις μεγάλες ομάδες των Αθηνών οφείλεται στην οικονομική και πολιτική δύναμη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που σφετερίζονται και εκμεταλλεύονται όλα αυτά τα χρόνια τις ιστορικές αυτές ομάδες. Το ότι οι μεγαλοεπιχειρηματίες επιλέγουν αυτές τις ομάδες συνδέεται με τις μεγάλες δυνατότητες κερδοφορίας και κοινωνικής–πολιτικής παρέμβασης που δίνει η ιδιοκτησία αυτών των συγκεκριμένων ομάδων, λόγω του μεγάλου αριθμού οπαδών που διαθέτουν και όχι με την γεωγραφική τους θέση.
Η τραγική σημερινή πραγματικότητα στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχει τις ρίζες της στην εμπορευματοποίηση του, στην λειτουργία του ποδοσφαίρου στη λογική της «ομάδας-επιχείρησης».
Η λειτουργία του ποδοσφαίρου στη λογική της «ομάδας-επιχείρησης» σημαίνει επικράτηση στο αγαπημένο μας άθλημα των ανελέητων «νόμων της αγοράς». Ανταγωνισμοί δηλαδή χωρίς όρια, συγκέντρωση ισχύος σε λίγους και αποδυνάμωση έως εξαφάνιση των πιο αδύνατων.
Έτσι φτάσαμε στον εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο του τηλεοπτικού χρηματιστηρίου, της «παράγκας», των «σικέ» παιχνιδιών, του «πάμε στοίχημα», των επιχειρηματιών-σωτήρων, που διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία.
Οι ίδιες και οι ίδιες «ομάδες-επιχειρήσεις» πρωταγωνιστούν συνεχώς, ενώ οι υπόλοιπες μοιάζουν να υπάρχουν ως κομπάρσοι, μόνο και μόνο για να έχουν να παίζουν οι μόνιμοι «διεκδικητές του τίτλου». Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ιστορικές ομάδες βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στα πρόθυρα της διάλυσης.
Πρέπει να είναι αφελής κάποιος για να πιστέψει αυτά που προπαγανδίζουν χρόνια τώρα διάφοροι πληρωμένοι αθλητικοί δημοσιογράφοι ότι τάχα «ο πρόεδρος βάζει λεφτά από την τσέπη του», ή «χάνει τα λεφτά του για το καλό της ομάδας» και διάφορα άλλα …συγκινητικά που λέγονται και γράφονται για να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους στο «τιμόνι» των ποδοσφαιρικών ομάδων.
Οι οικονομικά ισχυροί που έχουν στην ιδιοκτησία τους τις «ομάδες-επιχειρήσεις» κερδίζουν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά αφού, εκτός των ποδοσφαιρικών ΠΑΕ, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν ταυτόχρονα στην ιδιοκτησία τους και ΜΜΕ αλλά και άλλες δραστηριότητες (στον πολιτισμό, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ψυχαγωγία), αποκτώντας έτσι πολύπλευρες δυνατότητες παρέμβασης στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου.
Πολλοί απ’ αυτούς χρωστάνε δισεκατομμύρια στο Δημόσιο, άλλοι μπήκαν φυλακή αλλά γρήγορα βγήκαν, άλλοι με εφαλτήριο την κοινωνική αναγνώριση που τους δίνει η θέση του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ και με μοχλό πίεσης τους αδαείς φιλάθλους της «ομάδας του» έχουν ανοίξει ή επεκτείνει τις μπίζνες τους.
Έτσι πήραν «θαλασσοδάνεια», αποκτούν δουλιές μέσα από το Δημόσιο για κατασκευαστικά έργα, παίρνουν προμήθειες, φοροαπαλλάσσονται, τους χαρίζονται γήπεδα-εμπορικά πολυκαταστήματα σαν αυτό που θα γίνει στον Ελαιώνα, ιδιοποιούνται τεράστια διαφημιστικά έσοδα από τη μετάδοση των αγώνων κ.λπ. Κέρδη με τη σέσουλα δηλαδή, που τα πληρώνουμε ΟΛΟΙ εμείς που έχουμε ως κοινό παρονομαστή την αγάπη μας για την ομάδα.
Αυτό που γίνεται, με απλά λόγια, είναι ότι οι επιχειρηματίες αυξάνουν τα κέρδη τους εκμεταλλευόμενοι την αγάπη εκατομμυρίων φιλάθλων προς την ομάδα τους. Πουλάνε το προϊόν-ποδόσφαιρο, την αθλητική εφημερίδα και τα σύμβολα της ομάδας που σφετερίζονται.
Όσον αφορά τη βία στα γήπεδα, που επιμελώς αποκρύπτεται η σχέση της με τα κοινωνικά προβλήματα και την σάπια πραγματικότητα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αυτή πλέον αποτελεί το άλλοθι, το πάτημα για να προωθηθούν μια σειρά σχεδιασμοί, μετατρέποντας τα γήπεδα σε χώρους-πιλότους εφαρμογής επικίνδυνων μέτρων: Κάμερες παρακολούθησης, ηλεκτρονικό φακέλωμα μέσω των εισιτηρίων, αυξημένες αρμοδιότητες των δυνάμεων καταστολής, «Εθνικό Γραφείο Πληροφοριών Ποδοσφαίρου», «Γραφεία Πρόληψης Οργανωμένης Αθλητικής Βίας» (στις Υποδιευθύνσεις Κρατικής Ασφάλειας), παραχώρηση της αστυνόμευσης σε ιδιώτες κ.λπ.
Στόχος τους, η νομιμοποίηση αυτών των μέτρων στη συνείδηση των φιλάθλων ώστε αύριο να μεταφερθούν τα ίδια μέτρα και στους δρόμους, στο εργοστάσιο, το (ιδιωτικοποιημένο) πανεπιστήμιο κλπ…
Read Full Post »